- εὔβολος
- εὔβολοςthrowing luckilymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύβολος — εὔβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάρι («Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος») 2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά 3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχος («εὔβολος ἄγρη», Οππ.). επίρρ... εὐβόλως 1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων»… … Dictionary of Greek
εὐβολώτερον — εὔβολος throwing luckily masc acc comp sg εὔβολος throwing luckily neut nom/voc/acc comp sg εὔβολος throwing luckily adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβόλως — εὔβολος throwing luckily adverbial εὔβολος throwing luckily masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔβολον — εὔβολος throwing luckily masc/fem acc sg εὔβολος throwing luckily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβολωτάτου — εὔβολος throwing luckily masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβολώτατος — εὔβολος throwing luckily masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔβολοι — εὔβολος throwing luckily masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολεί — απρόσ. 1. υπάρχει χώρος, ευρυχωρία 2. είναι βολετό, δυνατό («θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν», Μαβίλης). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ευβολεί < εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος» (πρβλ. και λ. βολεύω)] … Dictionary of Greek
βολεύω — 1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ 2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώ β) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζω γ) γαμώ 3. φρ. α) «τα βολεύω» τα καταφέρνω, με… … Dictionary of Greek
βολικός — ή, ό 1. άνετος, αναπαυτικός 2. (για πρόσωπα) καλόγνωμος, συμβιβαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ευβολικός < μτγν. εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος»] … Dictionary of Greek